- ευτονώ
- εὐτονῶ, (-έω AM) και (-όω Α) [εύτονος]μσν.(-έω)ενισχύω, ενδυναμώνω κάποιοναρχ.α. (-έω)1. είμαι ή γίνομαι ρωμαλέος, ισχυρός2. έχω τη δύναμη να κάνω κάτι, μπορώβ. (-όω)καθιστώ κάτι ισχυρό, τονώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐτόνῳ — εὔτονος well strung masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτόνωι — εὐτόνῳ , εὔτονος well strung masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξευτονώ — ἐξευτονῶ, έω (Α) [ευτονώ] είμαι πολύ εύτονος, δυνατός … Dictionary of Greek
κατευτονώ — κατευτονῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευτονώ*) 1. έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι 2. είμαι αναμεμιγμένος με ορθή αναλογία … Dictionary of Greek
συνευτονώ — έω, Α γίνομαι ταυτόχρονα εύτονος, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐτονῶ «γίνομαι δυνατός» (< εὔτονος)] … Dictionary of Greek